Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψάνα — και ψάνη και αψάνα, η, Ν 1. χλωρό στάχυ σιταριού 2. χλωρό στάχυ σιταριού καψαλισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψανός* (Ι) «ευκολόβραστος», με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
καλόψανος — καλόψανος, ον (Μ) (για χωράφι) καρπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ψάνα «χλωρός στάχυς»] … Dictionary of Greek